- μακρινάρι
- τοκαθετί αρκετά μακρύ: Μας διάβασε ένα μακρινάρι για τους κανόνες καλής συμπεριφοράς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μακρινάρι — και μακρυνάρι, το 1. κάθε πράγμα που έχει μεγάλο μήκος και μικρό πλάτος 2. μακρύς διάδρομος 3. οικοδόμημα που έχει δυσανάλογο μήκος σε σχέση με το πλάτος του. [ΕΤΥΜΟΛ. < *μακρινάριον, ουσιαστικοποιημένο τ. τού ουδ. τού αμάρτυρου επιθ.… … Dictionary of Greek
μοσχινάρι — και μοσκινάρι και μοσκινάριν, τὸ (Μ) 1. μοσχάρι 2. συνεκδ. νεογνό ζώου. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού αμάρτυρου *μοσχινάριος < μόσχινος (πρβλ. μακρινάρι < *μακρινάριος < μακρινός)] … Dictionary of Greek
σεντόνι — το / σινδόνιον, ΝΜΑ, και σιντόνι Ν, και σινδώνιον Α νεοελλ. 1. λεπτό, λευκό ή χρωματιστό ύφασμα μεγάλων διαστάσεων που τοποθετείται πάνω στο στρώμα και κάτω από το κλινοσκέπασμα 2. μτφ. α) μακροσκελές και ανιαρό άρθρο, σχόλιο ή άλλο… … Dictionary of Greek